- ξεφράζω
- ξέφραξα, ξεφράχτηκα, ξεφραγμένος, αφαιρώ το φράχτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεφράζω — 1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο 2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ φράσσω (αόρ. ἐξ έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
εκφράσσω — και ξεφράζω (Μ ἐκφράζω, Α ἐκφράσσω, αττ. τ. ἐκφράττω) βγάζω τον φραγμό, παραμερίζω το φράγμα, ανοίγω κάτι βουλλωμένο, φραγμένο, ξεφράζω, ξεβουλλώνω, ξεστουπώνω … Dictionary of Greek
ξέφραγμα — το [ξεφράζω] αφαίρεση τού φράχτη … Dictionary of Greek
ξέφραγος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος 2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω] … Dictionary of Greek
προεκφράττω — Α εκφράσσω προηγουμένως, εξουδετερώνω την απόφραξη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφράττω «βγάζω τον φραγμό, ξεφράζω»] … Dictionary of Greek